συγγενίς

συγγενίς
-ίδος, ἡ, Α
βλ. συγγενής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγγενίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενίδα — συγγενίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενίδας — συγγενίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενίδι — συγγενίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενίδος — συγγενίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενίδων — συγγενίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… …   Православная энциклопедия

  • EIN KEREM — (Heb. עֵין כֶּרֶם), village on the western edge of Jerusalem, identified with biblical beth cherem ; since 1949 part of the Jerusalem municipality. Early Christian tradition dating back to the sixth century identifies Ein Kerem as the birthplace… …   Encyclopedia of Judaism

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”